Translate

13/05/2021

Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (26-29 Ιανουαρίου 1821)


Το Αίγιο είναι η πρώτη πόλη της Πελοποννήσου που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους.
Το Φθινόπωρο του 1820 ο Φιλικός Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος είχε φέρει στην Πελοπόννησο επιστολές της Αρχής με οδηγίες για την Εφορία των Φιλικών της Πελοποννήσου. Σύμφωνα με αυτές διορίσθηκαν έφοροι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο Σωτήριος Χαραλάμπης, ο Θεοχαράκης Ρέντης. Ταμίες οι Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος και Παναγιώτης Αρβάλης. Τον Φεβρουάριο του 1821 επρόκειτο να γίνει η κανονική συνέλευση της Εφορίας στο Μεγάλο Σπήλαιο. Η άφιξη όμως του Παπαφλέσσα που αντιμετωπίσθηκε με εχθρότητα και καχυποψία από τους προκρίτους, προκάλεσε την επίσπευση της συνελεύσεως και την αλλαγή του τόπου συγκεντρώσεως. Για λόγους ασφάλειας προτιμήθηκε η Μονή των Ταξιαρχών, κατ΄ άλλους η οικία του Ανδρέα Λόντου στη Βοστίτσα.
Για να μην γεννηθούν υποψίες από τους Τούρκους, διαδόθηκε ότι οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι συγκεντρώθηκαν στη Βοστίτσα για να λύσουν τις διαφορές που προκλήθηκαν μεταξύ της Μονής των Ταξιαρχών και του Μεγάλου Σπηλαίου κατά την οροθέτηση των κτημάτων τους. Η παρουσία του Παπαφλέσσα, που έφθασε με την ιδιότητα του πατριαρχικού εξάρχου στη Βοστίτσα, δεν μπορούσε να γεννήσει υποψίες στους Τούρκους, γιατί πατριαρχικός έξαρχος είχε σταλεί και στο παρελθόν για να λύσει ανάλογες διαφορές. Ο πραγματικός βέβαια σκοπός της «μυστικής» όπως ονομάσθηκε, «συσκέψεως» της Βοστίτσας, ήταν να εξακριβώσουν οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι από τον απεσταλμένο της «Σεβαστής Αρχής» τους σκοπούς της αφίξεώς του, που από ότι είχαν πληροφορηθεί ήταν πολύ επικίνδυνοι.
Στη Σύσκεψη της Βοστίτσας (στην πραγματικότητα έγιναν πέντε συσκέψεις στις τέσσερις ημέρες που διήρκεσε, (26-29 Ιανουαρίου), έλαβαν μέρος εκτός από τα μέλη της Εφορίας Πελοποννήσου, οι προεστοί Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Πανάγος Δεληγιάννης, Γιάννης Παπαδόπουλος ή Μουρτογιάννης, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, Ανδρέας Λόντος, Δημήτριος Μελετόπουλος, Σωτήρης Ιωάννου και άλλοι. Επίσης οι ανώτεροι κληρικοί Παλαιών Πατρών Γερμανός, Κερνίτσης Προκόπιος, Χριστιανουπόλεως Γερμανός και ο Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής.
Την πρώτη ημέρα της συσκέψεως ο Παπαφλέσσας τους έδειξε τη συστατική επιστολή του Υψηλάντη, ο οποίος τον ανέφερε ως «άλλος εγώ» και συνιστούσε στους εταίρους της Πελοποννήσου να ακολουθήσουν τις οδηγίες του και να είναι έτοιμοι ώστε μόλις φθάσει και ο ίδιος να αρχίσει η επανάσταση. Παράλληλα χρησιμοποιώντας τη γοητεία των λόγων του προσπάθησε να τους πείσει για το πόσο εύκολο ήταν να επιτύχει η επανάσταση. Με ρητορική μεγαλοστομία τους βεβαίωσε πως ξένη δύναμη, αφήνοντας να εννοηθεί πως αυτή ήταν η Ρωσία, θα βοηθούσε τους Έλληνες, πως θα επυρπολείτο ο τουρκικός στόλος μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης από τους επαναστάτες, οι οποίοι μέσα στη γενική σύγχυση θα δολοφονούσαν και τον σουλτάνο. Η μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβούν όλα αυτά ήταν να κινηθούν εγκαίρως οι Πελοποννήσιοι. Οι υποσχέσεις αυτές ενίσχυσαν τις επιφυλάξεις και τους δισταγμούς των προυχόντων που ήξεραν καλά πως η Πελοπόννησος ήταν τελείως απροετοίμαστη και διατηρούσαν νωπές στη μνήμη τους τις συμφορές που είχε υποστεί ο τόπος 50 χρόνια πριν, όταν είχε πάλι βασισθεί στις υποσχέσεις για Ρωσική βοήθεια. Έτσι στην επόμενη σύσκεψη ο Παλιών Πατρών Γερμανός έθεσε εκ μέρους όλων 11 ερωτήματα. Ζητούσε να μάθει αν όλο το έθνος ήταν σύμφωνο για την προετοιμαζόμενη εξέγερση, αν υπήρχαν τα αναγκαία μέσα για την επιτυχία της, ποιες ήταν οι πολεμικές δυνάμεις που διέθετε το έθνος, πότε και που θα γινόταν η έναρξη, ποιες ξένες δυνάμεις είχαν την πρόθεση να βοηθήσουν και με ποιο τρόπο, ποια θα ήταν η στάση των γειτονικών χωρών και ειδικά της Ρωσίας που βρισκόταν σε κατάσταση ειρήνης με την Τουρκία. Ακόμη ποιοι θα ήταν οι αρχηγοί του Αγώνος και πως αντιμετωπιζόταν η περίπτωση αποκαλύψεως των προετοιμασιών. Ο Παπαφλέσσας απαντώντας αόριστα επανέλαβε ότι η Ρωσική βοήθεια ήταν εξασφαλισμένη και η επιτυχία της επαναστάσεως βέβαιη. Τότε μάλιστα φαίνεται πως τους αποκάλυψε ότι η ημερομηνία ενάρξεως είχε ορισθεί η 25η Μαρτίου, εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Στις διαβεβαιώσεις όμως του Παπαφλέσσα ο Ασημάκης Ζαΐμης αντιπαρέθεσε πληροφορίες του για τους δισταγμούς με τους οποίους αντιμετωπιζόταν η επανάσταση και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στα νησιά και επισήμανε τον κίνδυνο που διέτρεχε το έθνος αν όλες οι διαβεβαιώσεις του Παπαφλέσσα ήταν αβάσιμες. Ο Σωτήρης Χαραλάμπης έθεσε το πρόβλημα που απασχολούσε ιδιαίτερα τους προύχοντες, ποιος θα διοικούσε μετά την εκδίωξη των Τούρκων. Διπλωματικότατα ο Παπαφλέσσας τους διαβεβαίωσε πως τον ρόλο αυτό ασφαλώς θα ανέθετε το έθνος σε αυτούς τους ίδιους που διέθεταν την αναγκαία πείρα. Τελικά μετά από φιλονικίες και αντιγνωμίες
(φαίνεται πως οι μόνοι που ασπάστηκαν τις απόψεις του Παπαφλέσσα ήταν οι πρόκριτοι του Αιγίου Ανδρέας Λόντος, Δημήτρης Μελετόπουλος και Λέων Μεσσηνέζης) λύθηκε η σύσκεψη με την απόφαση να αναβληθεί η επανάσταση επειδή οι περισσότεροι θεώρησαν «τον καιρόν ουκ αρμόδιον». Επίσης αποφασίσθηκε να τηρηθεί απόλυτη η μυστικότητα για όσα συζητήθηκαν και να αρχίσουν οι προετοιμασίες στις διάφορες επαρχίες. Συγχρόνως να σταλούν αντιπρόσωποι στον πρώην μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο στην Πίζα, και στον Καποδίστρια για να πληροφορηθούν από αυτούς τις πραγματικές διαθέσεις των Ρώσων, καθώς και στα νησιά και στα άλλα μέρη της Ελλάδας. Πρόθεσή τους ήταν τότε μόνο να επαναστατήσει η Πελοπόννησος όταν θα ξεσηκώνονταν και οι άλλες υπόδουλες περιοχές. Επίσης προληπτικά αποφάσισαν να μην μεταβούν στην Τριπολιτσά στην περίπτωση που θα τους καλούσαν εκεί οι Τούρκοι, αλλά με διάφορες προφάσεις να παραμείνουν και να κρυφθούν στις επαρχίες τους. Ως προς την έναρξη της επαναστάσεως συμφώνησαν ως κατάλληλη ημερομηνία, εκτός από την 25η Μαρτίου, την 23η Απριλίου, εορτή του Αγίου Γεωργίου ή το αργότερο την 21η Μαΐου, εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Τελικά διατύπωσαν την επιθυμία να αποσυρθεί ο Παπαφλέσσας στο μοναστήρι της Σιδηρόπορτας γιατί η παρουσία του και οι λόγοι του θα απέβαιναν σε βάρος της εθνικής υποθέσεως.
Ο Παπαφλέσσας από τη σύσκεψη της Βοστίτσας έφυγε πικραμένος και εξοργισμένος, αφού προηγουμένως φοβέρισε τους προύχοντες πως αν δεν συγκατανεύσουν στην έναρξη της επαναστάσεως εκείνος, σύμφωνα με εντολή της «Σεβαστής Αρχής», θα μισθώσει 2.000 Μανιάτες και θα αρχίσει τον Αγώνα, προσθέτοντας πως «κι όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι να τον θανατώσουν».
Ευτυχώς για την Ελληνική Επανάσταση οι αποφάσεις της συσκέψεως της Βοστίτσας δεν τηρήθηκαν. Οι φλογεροί λόγοι του Αρχιμανδρίτη είχαν είδη ξεσηκώσει τις ελληνικές καρδιές έτοιμες από χρόνια να δεχθούν το μήνυμα της εξεγέρσεως. Ο «απατεών και εξωλέστατος καλόγηρος», όπως τον αποκαλεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στα απομνημονεύματά του, υπήρξε αναμφισβήτητα ο πρωτεργάτης της επαναστάσεως στη Πελοπόννησο.

Η απελευθέρωση της Βοστίτσας

Αν και στα Καλάβρυτα έγινε η πρώτη σοβαρή πολεμική επιχείρηση, δηλαδή η πολιορκία του Τούρκου διοικητή και των Τούρκων κατοίκων στους οχυρούς πύργους τους (21-26 Μαρτίου 1821), το Αίγιο ορθά διεκδικεί την τιμή ότι είναι η πρώτη πόλη της Πελοποννήσου που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Ήδη μετά τη σύσκεψη της Βοστίτσας (26-29 Ιανουαρίου 1821), οι πρόκριτοι της πόλεως Δημήτρης Μελετόπουλος, Ανδρέας Λόντος και Λέων Μεσσηνέζης άρχισαν μυστικά συστηματική στρατολογία στην επαρχία τους. Έτσι, στις αρχές Μαρτίου το Αίγιο διέθετε το πρώτο οργανωμένο στρατιωτικό σώμα της Πελοποννήσου, που η δύναμή του έφθανε μάλιστα τους 400 άνδρες.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους Τούρκους της περιοχής, που διατηρούσαν ίσως ακόμη έντονες τις επιφυλάξεις τους για τον αληθινό σκοπό της συσκέψεως των τόσων προκρίτων και κληρικών στην πόλη τους στα τέλη Ιανουαρίου.
Οι υποψίες τους εντάθηκαν, όταν πληροφορήθηκαν τα επαναστατικά γεγονότα των γειτονικών επαρχιών των Καλαβρύτων και ανησύχησαν για την τύχη τους επειδή η πόλη δεν διέθετε κανένα ασφαλές οχυρό. Έτσι δεν είχαν άλλη διέξοδο από το να επιδιώξουν διαπραγματεύσεις για την ασφαλή αναχώρησή τους. Οι πρόκριτοι όχι μόνο δεν εμπόδισαν τους Τούρκους της πόλεως να αναχωρήσουν στην αντικρινή Φωκίδα και από εκεί στα Σάλωνα (Άμφισσα), αλλά και τους διευκόλυναν για να προστατεύσουν τους κατοίκους από τυχόν αντεπίθεση των εκδιωχθέντων.
Μόλις έφυγαν οι Τούρκοι ο Ανδρέας Λόντος ύψωσε στο Αίγιο την πρώτη επαναστατική ελληνική σημαία, (φυλάσσεται στο Ιστορικό Μουσείο Αθηνών) κόκκινη με μαύρο σταυρό. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ακριβή ημερομηνία της ενάρξεως της επαναστάσεως στο Αίγιο. Θα πρέπει όμως να έγινε το αργότερο στις 23 Μαρτίου, αφού στις 25 του ίδιου μήνα ο Ανδρέας Λόντος και οι 400 σύντροφοί τους βρίσκονταν στην Πάτρα, ύστερα από πρόσκληση της προκρίτων της πόλεως και πήραν μέρος στα εκεί επαναστατικά γεγονότα. Οι Έλληνες του Αιγίου οργάνωσαν έπειτα στρατόπεδο στο χωριό Σελλά, 3,5 ώρες από την Πάτρα, για να εμποδίσουν την άφιξη τουρκικών ενισχύσεων στους πολιορκημένους στο κάστρο των Πατρών Τούρκους.

Πηγή:Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, η Ελληνική Επανάσταση 1821-1832.


Δεν υπάρχουν σχόλια: